θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ρεποζιτόριο — το, Ν εκκλ. μυστικό θησαυροφυλάκιο τών καθολικών ναών, όπου φυλάγονται τα τιμαλφή, ιερά σκεύη ή άμφια, ταμείο κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repositorium «τράπεζα» < repono «αποθέτω»] … Dictionary of Greek
τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… … Dictionary of Greek
τιμαλφής — ές, ΝΜΑ αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ αλφής] … Dictionary of Greek
θησαυροφυλάκιο — το μέρος όπου φυλάγονται χρήματα ή τιμαλφή: Θησαυροφυλάκιο των ανακτόρων. – Θησαυροφυλάκιο τράπεζας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμαλφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. πολύτιμος, βαρύτιμος. 2. το ουδ. ως ουσ., τιμαλφή, τα τα κοσμήματα, τα διαμαντικά, τα χρυσαφικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)